προλιμοκτονώ

προλιμοκτονώ
-έω, Α
(μόνο το παθ.) προλιμοκτονοῡμαι, -έομαι
α) υποφέρω από λιμό προηγουμένως
β) πεθαίνω από την πείνα προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + λιμοκτονῶ «πεθαίνω από πείνα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”